αποσαφηνιζω

αποσαφηνιζω
    ἀποσαφηνίζω
    ἀποσᾰφηνίζω
    Luc. = ἀποσαφέω См. αποσαφεω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αποσαφηνιζω" в других словарях:

  • αποσαφηνίζω — αποσαφηνίζω, αποσαφήνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποσαφηνίζω — (Α ἀποσαφηνίζω κ. σαφῶ, έω) κάνω κάτι τελείως σαφές, διευκρινίζω …   Dictionary of Greek

  • αποσαφηνίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, κάνω κάτι σαφές, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω: Η πολιτική κατάσταση θα αποσαφηνιστεί μετά τις προσεχείς εκλογές. Ουσ. αποσαφήνιση, η διευκρίνιση, ξεκαθάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποσαφήνισον — ἀποσαφηνίζω aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθητοποιώ — κάνω κάτι αισθητό, τόσο σαφές ώστε να νομίζει κανείς ότι τό βλέπει μπροστά του, αποσαφηνίζω, ζωντανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθητός + ποιώ. ΠΑΡ. αισθητοποίηση] …   Dictionary of Greek

  • αποσαφώ — βλ. αποσαφηνίζω …   Dictionary of Greek

  • εκκαθαρίζω — και ξεκαθαρίζω (AM ἐκκαθαρίζω) νεοελλ. 1. απαλλάσσω κάτι απ ό,τι περιττό ή άχρηστο 2. (για υπηρεσία, οργάνωση κ.λπ.) απαλλάσσω από όσους ανίκανους, περιττούς ή ανεπιθύμητους υπηρετούν 3. (για υπόθεση) αποσαφηνίζω («το ζήτημα ξεκαθάρισε») 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • κατατρανώ — κατατρανῶ, όω (AM) εξομαλίζω, αποσαφηνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρανῶ «διασαφηνίζω»] …   Dictionary of Greek

  • λευκαίνω — (AM λευκαίνω) [λευκός] 1. κάνω κάτι λευκό, ασπρίζω (α. «οι καθαροί λευκαίνονται αιθέριοι κάμποι», Κάλβ. β. «ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ. γ. «ἡ δὲ χροιὰ τοῡ σώματος οὔτε πρὸς τὸ θηλυπρεπὲς ἐλευκαίνετο, οὔτε πρὸς τὸ μελάντερον… …   Dictionary of Greek

  • ξεδιαλύνω — (Μ ξεδιαλύνω και ἐξεδιαλύνω και ξεδιαλύω) καθιστώ κάτι ευνόητο, αποσαφηνίζω, εξηγώ, ερμηνεύω («μα δεν κατέχω, ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. ξεκαθαρίζω, διαλέγω («ξεδιαλύνω το σιτάρι από την ήρα») 2. (για όνειρο) γίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ξεκαθαρίζω — 1. καθαρίζω κάτι εντελώς 2. καθιστώ κάτι σαφές, διευκρινίζω, αποσαφηνίζω 3. ερμηνεύω 4. μτφ. εξοντώνω 5. φρ. α) «ξεκαθαρίζω λογαριασμούς» τακτοποιώ τις σχέσεις μου με κάποιον ή με κάποιους β) «ξεκαθαρίζω κάτι στον νου μου» καταλαβαίνω κάτι καλά,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»